- λιστρώνω
- [-ώ (ο)] μετ.1) выравнивать, делать ровным; 2) шлифовать, полировать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λιστρώνω — (AM λιστρῶ, όω) [λίστρον] στρώνω, εξομαλύνω μια επιφάνεια με λίστρο νεοελλ. λειαίνω, στιλβώνω … Dictionary of Greek